συναφῶν

συναφῶν
συναφή
connexion
fem gen pl
συναφής
united
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… …   Dictionary of Greek

  • άνησον — ἄνησον, το κ. ἄνησον κ. ἄνησσον κ. ἄννισον (Α), ἄνισον (AM) το φυτό γλυκάνισο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άνησον καθώς και οι συναφείς με αυτόν τύποι πρέπει να διακρίνονται από τον τ. άνηθον* καί τους συναφείς του τύπους πράγμα εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • αλαός — (alaus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των ελατηριδών. Έχουν σχετικά μεγάλο σώμα με τριχωτά λέπια και κίτρινο χρωματισμό. Ζουν στις τροπικές χώρες και μόνο ο α. ο κοινός ζει στην Ευρώπη. Το έντομο αυτό, που είναι πολύ κοινό στη Σρι Λάνκα,… …   Dictionary of Greek

  • αλλαντοΐδα — ή αλλαντοΐς, η (Βιολ.) εμβρυϊκός υμένας που χαρακτηρίζει τα ανώτερα Σπονδυλόζωα (Ερπετά, Πτηνά, Θηλαστικά). [ΕΤΥΜΟΛ. < allantois, νεολατιν. επιστημον. όρος < ελλην. ἀλλαντοειδής*. Όπως δείχνει και η ετυμολογική προέλευση τής λέξεως,… …   Dictionary of Greek

  • ανακάλυψη — Η δημιουργία γνώσης για κάτι που υπάρχει, αλλά είναι άγνωστο. Η εύρεση μιας νέας χώρας, ενός νέου χημικού νόμου, ενός νέου γαλαξία. Οι πρώτοι εξερευνητές που αναφέρονται στην ιστορία ήταν Αιγύπτιοι ναυτικοί που ανακάλυψαν τις ακτές της Ερυθράς… …   Dictionary of Greek

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροτεχνία — Επιστήμη που μελετά, σχεδιάζει και πραγματοποιεί τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Τον 19ο αι. η παραγωγή, η συσσώρευση και η χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού, χάρη στις εργασίες διάσημων επιστημόνων, γινόταν με κριτήρια όλο και περισσότερο βιομηχανικά …   Dictionary of Greek

  • καβολάκι — καβολάκι, τὸ (Μ) μικρό ακρωτήριο, μικρός κάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάβος (II) με επίδραση συναφών υποκορ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”